Έτσι του μίλησε, κι αυτός θεόπνευστος φανέρωσε
του τραγουδιού του την αρχή. Απ' το σημείο κινώντας, όταν
οι άλλοι, ανεβαίνοντας στα πλοία με τη γερή κουβέρτα,
πήραν να φεύγουν, βάζοντας στις σκηνές φωτιά.
Ενώ οι υπόλοιποι, γύρω στον περιβόητο Οδυσσέα,                                  605
στην αγορά των Τρώων βρέθηκαν, κρυμμένοι στην κοιλιά του αλόγου,
που μόνοι τους οι Τρώες το 'φεραν στην ακρόπολή τους.
O δούρειος ίππος ήταν εκεί στημένος, κι εκείνοι, τριγύρω
καθισμένοι, αγόρευαν πολλά κι ανόητα. Τότε μοιράστηκε
στα τρία η γνώμη τους:     

 

Πώς η φωτιά μανιάζει σύφλογη μες στα βαθιά φαράγγια                    490
κάποιου βουνού ξερού, και καίγεται το σύμπυκνο ρουμάνι,
κι ολούθε η ανεμική, φυσώντας τη, κλωθογυρνάει τη φλόγα'
παρόμοια κι ο Αχιλλέας συνάρματος, ίδια θεός, εχίμα,
πατώντας τα κουφάρια, κι έπλεχεν η μαύρη γης στο γαίμα.

 

Σε τι κλάμα βαθύ να ξεσπάσω, που θλίψη τρανή
την ψυχή μου πλακώνει με πόνο μεγάλο κι ασήκωτο;
Ποιο μοιρολόγι να πιάσω
με θρήνους, με βόγγους, με δάκρυα;                                             195

Σειρήνες,3 φτερωτές κόρες της Γης, ελάτε
με φόρμιγγες, φλογέρες λωτοκάμωτες, με αυλούς
συντρόφισσες στον πόνο μου, ζυγιάζοντας συνταιριαστούς
θρήνους στα μαύρα μου δεινά.                                                      200

Και τότε ο γέρο-Πρίαμος στους Τρώες λέει διο λόγια
« Τώρα, παιδιά μου, σύρτε πια για ξύλα, δίχως φόβο
» από καρτέρι των οχτρών. Τι πριν ο Αχιλέας

δε θα μας βλάψει —μούταξε σα μ' έστελνε απ' τα πλοία—          780
» πριν η δωδέκατη η αβγή γλυκοχαράξει πρώτα.»         
Είπε, κι' αφτοί στα κάρα τους τα βόδια και μουλάρια
ζέβουν, και χέρι χέρι ομπρός μαζέβουνται στη χώρα.
Μέρες εννιά σωρούς σωρούς τα ξύλα κουβαλούσαν·

Και ότ’ έφθασαν κι εβρέθηκαν εις ένα τόπον όλοι,
τα τόμαρα και τ’ άρματα και τ’ ανδρειωμένα στήθη
τα χαλκοθόρηκτ’ έσμιξαν, κι οι ομφαλωτές ασπίδες
απ’ τα δυο μέρη εγγίζονταν και ο κόσμος εβροντούσε.

Κι εκεί κραυγή χαράς ανδρών που φόνευαν και βόγγος                   450
ανδρών όπου εφονεύοντο κι η γη πλημμύριζ’ αίμα.