… Διάβασε συλλαβίζοντας.

«Στην Κόλαση, δεν υπάρχει φωτιά, απ’ εδώ να πάρουν όλοι τη φωτιά…
Απ΄ εδώ όλοι τη φωτιά…
Απ΄ εδώ…»

είπε μονολογώντας… (…)

«Αθάνατη Ερζερούμη…
Ψωμί, ιδρώτας, άτιμε κόσμε…

Ο δρόμος τελειώνει,
η μέρα τελειώνει,
το βιός τελειώνει,

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί

αόρατος θίασος να περνά

με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—

την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου

που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου

που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.

Έβραζε το κύμα του γαρμπή
είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου `πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θα `χεις μπει

Κούλικο στο στήθος σου τατού
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει
είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού

ΠΡΟMΗΘΕΑΣ
Αλήθεια, ελεεινός οι φίλοι να με
βλέπουν.

ΧΟΡΟΣ
Μα πε μου, μην προχώρησες πιο
πέρ' ακόμα;

ΠΡΟMΗΘΕΑΣ
Τους έπαυσα στα μάτια εμπρός να               250
'χουν τo χάρο.

ΧΟΡΟΣ
Ποιο γιατρικό για την αρρώστια αυτή
τους βρήκες;

ΠΡΟMΗΘΕΑΣ
Τυφλές ελπίδες θρόνιασα μες στην
καρδιά τους.

Α’
Στάξε στη λίμνη 
μόνο μια στάλα κρασί 
και σβήνει ο ήλιος.

ΣΤ’
Συλλογισμένο 
το στήθος της βαρύ 
μες στον καθρέφτη.

Η’
Νύχτα, ο αγέρας 
ο χωρισμός απλώνει
και κυματίζει.

Το μυαλό μου κουρασμένο

Πώς έπεσα
και τσακίστηκα

Τώρα
με δεκανίκια
χρυσά τρίγωνα  χρυσά τετράγωνα
γύρω κρεμνάω

Τώρα η άσπρη φίλη μου, μαύρο φάντασμα
Τώρα η μαύρη φίλη μου, άσπρο φάντασμα

Όποιος παλεύει με τέρατα,
πρέπει να προσέξει να μη γίνει τέρας.

 

Σας μεταπλάθω τώρα, άσματα μου,
Σε σύννεφα, ελεγείες και βροχή
το φόνο αναδύω με τη χάρη
πλέκοντας με τις λόγχες της ήττας
τη σημαία του χώματος και της αυγής

βασίλειό μου η μαγεία, η φωτιά
και η ευωχία˙ στρατός μου

Σου πήρανε το ξύλινο άλογό σου,
σου πήρανε – ας είναι- τον ίσκιο του άστρου
παιδί μου, λουλούδι του ηφαιστείου
παλμέ του χεριού μου
στα μάτια σου θωρώ τη γέννηση του αύριο
κι ένα άλογο βουλιαγμένο
στη σάρκα του πατέρα μου.

Είχα έναν μικρό γαλάζιο ουρανό
Οι καταχτητές μου τον πυρπόλησαν
Είχα ένα ρυάκι κόκκινο αίμα
ένα σακουλάκι μελένια όνειρα
και λίγα βιβλία
Μου τα λεηλάτησαν.

Και αυτός ο ταραγμένος άνθρωπος
Ο αποστάτης ποιητής
Έχοντας αμαρτήσει διπλά
Ρίχτηκε στα γόνατα. Μέσα στη σκόνη
Με το παιδί του μαζί
Πριν το δρεπάνι του Θεού
Παγώσει την ανήσυχή τους σκέψη
Αποκεφαλισμένοι,
Απαλλαγμένοι
Από το μπέρδεμα
Της συμβιωτικής συνύπαρξης
Με τον Οίκο του Σαούντ

…Κι η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογγούσε:

«Θά ‘ρτει τάχα ποτέ, θε νά ‘ρτει η ώρα
που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,
κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζί;»

      Κι ως προχωρούσα,